Σχετικά με το ερευνητικό έργο:
Με ποιους τρόπους αναπαρίσταται η «μεταναστευτική κρίση» και ο τρόπος διαχείρισής της; Με ποιους μηχανισμούς και διαδικασίες εννοιολογούνται και γίνονται συμβολικό κεφάλαιο για την αφήγηση της ιστορίας ενός νησιού, μίας χώρας, αλλά και ολόκληρης της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Από τις μεγάλες εκθέσεις φιλανθρωπικού χαρακτήρα του Ai Wei Wei έως τη συμβολική χρήση της Λέσβου ως παράδειγμα προς αποφυγή για την Ευρώπη στην επιτυχημένη καμπάνια του Nigel Farage υπέρ του Brexit, η Λέσβος γίνεται συνεκδοχή για τις πολλαπλές αφηγήσεις της παγκόσμιας μεταναστευτικής κρίσης. Αντίστοιχα, από γκραφίτι και street art έργα σε μεγάλα αστικά κέντρα εντός και εκτός Ελλάδας που νοημαδοτούν τη Λέσβο και τους κατοίκους της ως παραδείγματα αυτοοργανωμένης, αυθόρμητης αλληλεγγύης μέχρι το βραβείο Nansen που ανυψώνει την τοπική κοινωνία ως παράδειγμα ανθρωπισμού, το νησί και οι κάτοικοί του παρουσιάζονται ως ορόσημα ανθρωπιάς και αλληλεγγύης. Μέσα από αυτές τις αντικρουόμενες απεικονίσεις, η Λέσβος αποτελεί μελέτη περίπτωσης της δύναμης της αναπαράστασης στην κατασκευή υποκειμενικοτήτων και πληθυσμών καθώς και στη διαμόρφωση συγκεκριμένων σχέσεων, δράσεων και πολιτικών.
Η Λέσβος συγκροτεί το κατεξοχήν παράδειγμα μέσω του οποίου αναδεικνύεται η κατασκευή και ο μετασχηματισμός του έθνους-κράτους, της Ε.Ε. και των ρευστών συνόρων τους, όπως επίσης, πάνω στο οποίο λαμβάνουν χώρα οι ευρωπαϊκές πολιτικές για τη μετανάστευση και το άσυλο. Καθώς το νησί μετατρέπεται σε hot spot, τα σύνορά του μετασχηματίζονται σε αυτό που ο Nicholas De Genova αποκαλεί «θέαμα συνόρου» (2015). Ως εκ τούτου, δημιουργούνται νέα στερεότυπα αναπαράστασης, μέσα από τα οποία, από τη μία, κατασκευάζεται η σχέση μεταξύ Ελλάδας και Ευρώπης, γηγενή και ξένου, πολίτη και μετανάστη, αναγνώρισης και παραβίασης δικαιωμάτων και, από την άλλη, αναδύονται κοινοί τόποι, συλλογικές δράσεις και διεκδικήσεις. Η διττή αυτή σχέση αποτελεί τον κεντρικό εννοιολογικό άξονα της έρευνάς μας.
Συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια αυτής προβλέπεται να χαρτογραφηθούν οι διάφορες αναπαραστάσεις της «μεταναστευτικής κρίσης» τόσο μέσω του καθεστώτος των hot spot όσο και των παραστάσεων-πράξεων των κοινών. Μεθοδολογικά, η έρευνα θα επιτελεστεί τόσο σε φυσικούς όσο και σε δυνητικούς χώρους˙ στοιχεία θα συλλεχθούν αφενός μέσα από επιτόπια έρευνα στον τόπο του νησιού και αφετέρου με διαδικτυακή έρευνα αντίστοιχων αναπαραστάσεων στην υπόλοιπη Ελλάδα, την Ευρώπη και τον κόσμο. Η χαρτογράφηση αυτή δεν στοχεύει απλά να συλλέξει και να ταξινομήσει τις πολλαπλές αναπαραστάσεις της Λέσβου αλλά, επίσης, να προβληματιστεί και να τοποθετηθεί κριτικά σε αυτές.
Ως εκ τούτου, βασική επιδίωξη της έρευνας αποτελεί η δημιουργία ενός Άτλαντα –μίας διαδικτυακής και διαδραστικής βάσης δεδομένων— στον οποίο η μεταναστευτική κρίση, τα hot spot και τα κοινά συναρθρώνονται, μέσα από την ανάδειξη και κριτική αντιπαράθεση των πολλαπλών απεικονίσεων της Λέσβου. Υπό αυτό το πρίσμα, η ίδια η φιλοσοφία και λειτουργία του Άτλαντα αποτελεί μία αναπαράσταση και κοινοποίηση, δηλαδή μία διαδικασία γραφής, μοιράσματος και διάχυσης τόσο της τοπικής όσο και της μετακινούμενης ιστορίας. Στη διαδικασία αυτήν συμπεριλαμβάνονται οι αφηγήσεις και οι ανείπωτες ιστορίες, οι συλλογικές μνήμες και τα καθημερινά βιώματα των τοπικών πληθυσμών, τα οποία συναντούν τα αντίστοιχα των μεταναστευτικών και προσφυγικών και, από κοινού, πλέον, δημιουργούν ορατές και αόρατες δράσεις και διεκδικήσεις.
Ερευνητικά Ερωτήματα
Η έρευνα κινείται με βάση τα παρακάτω κεντρικά ερευνητικά ερωτήματα:
- Με ποιους τρόπους αναπαριστάται και αναπαράγεται η μεταναστευτική κρίση στο τοπικό, εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο;
- Με ποιους μηχανισμούς και διαδικασίες αυτές οι αναπαραστάσεις εννοιολογούνται και γίνονται συμβολικό κεφάλαιο για την αφήγηση της ιστορίας ενός νησιού, μίας χώρας, αλλά και ολόκληρης της Ευρωπαϊκής Ένωσης;
- Πως κρίνουμε και διαβάζουμε τις πολλαπλές και (σε πολλές περιπτώσεις) αντικρουόμενες απεικονίσεις της Λέσβου σε ένα πλαίσιο αναπαραστασιακής κρίσης;
- Πως κατασκευάζονται οι επιστημολογικές θέσεις, τα καθιερωμένα μοτίβα αντίληψης και οι συνθήκες ορατότητας παίρνοντας τη Λέσβο ως κατεξοχήν χωροχρονικό στιγμιότυπο «θεάματος του συνόρου» και καθεστώτος hot spot; Και τέλος,
- Με ποιο τρόπο, μέσα στο συγκεκριμένο στιγμιότυπο, γίνεται δυνατή η ανάδυση κοινών τόπων και η δημιουργία των κοινών;
Υποθέσεις Εργασίας
Τα τελευταία χρόνια, η Λέσβος δημιουργεί νέα στερεότυπα αναπαράστασης, μέσα από τα οποία η ιστορία και ο τόπος αναπαράγονται άλλοτε σαν «κατάσταση έκτακτης ανάγκης» και άλλοτε σαν ανάγκη ανάδυσης νέων εγχειρημάτων κοινωνικής ζωής και δράσης. Πρωταρχικά, σημειώνουμε ότι η Λέσβος συγκροτεί το κατεξοχήν παράδειγμα μέσω του οποίου αναδεικνύεται η κατασκευή και ο μετασχηματισμός του έθνους-κράτους, της Ε.Ε. και των ρευστών συνόρων τους, όπως επίσης, πάνω στο οποίο λαμβάνουν χώρα οι ευρωπαϊκές πολιτικές για τη μετανάστευση και το άσυλο.
Υπό αυτό το πρίσμα της διτής κρίσης, προτείνουμε πως η κρίση της αναπαράστασης συμβάλει στην κρίση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Η Λέσβος γίνεται μία κατεξοχήν μελέτη περίπτωσης για να ξανασυντάξουμε τις πολιτικές συνθήκες της αντιπροσώπευσης ως μορφή πολιτικής και δημοκρατικής δράσης. Το νησί αποτελεί ταυτόχρονα ένα χώρο θεσπισμένο με τη λογική του hot spot, μία σκηνή διεθνούς πολιτικού ακτιβισμού, αλλά και ένα επιστημολογικό εργαλείο για τη συλλογική επινόηση και κατασκευή εναλλακτικών τρόπων διακυβέρνησης της ζωής, της γνώσης, της ορατότητας και της αναπαραστασιακής αναπαραγωγής. Η προτεινόμενη μελέτη στοχεύει στην απομάγευση των διαδικασιών γύρω από την παραγωγή της Λεσβιακής υποκειμενικότητας. Κάτι τέτοιο είναι δυνατό διότι οι επιτελέσεις των προαναφερθέντων διαδικασιών παράγουν κοινωνική επενέργεια, κρίσεις αναπαράστασης και αντιπροσώπευσης καθώς και προκαθορισμένες πολιτικές ταυτότητες. Ως εκ τούτου, ο επαναπροσδιορισμός της Λέσβου μέσα από την προσέγγιση της συνάρθρωσης νέων χώρων, πληθυσμών, σχέσεων και δράσεων είναι αναγκαίος και δυνατός μέσα από αυτή την έρευνα.
Εννοιολογικό Πλαίσιο
Ανάμεσα στις πολλαπλές πτυχές της σύγχρονης παγκόσμιας κρίσης είναι οι μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών από τη Μέση Ανατολή, Νότιο Ασία και τις Αφρικανικές χώρες προς τα εδάφη της Ε.Ε., κυρίως διαμέσου των νοτιοανατολικών της συνόρων. Όπως οι περισσότερες εννοιολογήσεις της κρίσης, έτσι και η «μεταναστευτική» ή και «προσφυγική κρίση» «είναι κατασκευασμένη» (Rajaram, 2015)· αποτελεί, με άλλα λόγια, μία αναπαράσταση. Η ρητορική ασάφεια μεταξύ «μεταναστευτικής» και «προσφυγικής» κρίσης αποκαλύπτει τις κατηγορίες πάνω στις οποίες στηρίζεται το παγκόσμιο σύστημα διακυβέρνησης των μετακινήσεων πληθυσμών (De Genova στο Bojadžijev and Mezzadra, 2015) και, προκειμένου να αποφύγουμε μία τέτοια ασάφεια, στο παρόν κείμενο υιοθετούμε τον πρώτο όρο ως μία κειμενική σύμβαση που περιλαμβάνει και τον δεύτερο.
Η ηγεμονική αφήγηση της «μεταναστευτικής κρίσης» συνεισφέρει σε μία δραματοποίηση της κατάστασης που παράγει κατηγορίες «παθητικών» υποκειμένων ενώ ταυτόχρονα ενισχύει συγκεκριμένες μορφές παρέμβασης και διαχείρισης που ακολουθούν τη λογική του στρατικοποιημένου ανθρωπισμού (Hyndman, 2000). Αμφότερα υπονοούν τη σύνδεση της «κρίσης» με ένα «κοινωνικό φαντασιακό» και μια αναπαραστασιακή οικονομία (Azoulay, 2008). Αντίστοιχα, μεταξύ των πιο πρόσφατων τρόπων διαχείρισης και ρύθμισης της μετακίνησης των μεταναστευτικών πληθυσμών –εκτός από τα σύνορα εισόδου και εξόδου των κρατών— αποτελούν τα hot spots, τα οποία τοποθετούνται τόσο σε παραμεθόριες περιοχές όσο και στο εσωτερικό και το εξωτερικό των ευρωπαϊκών εδαφών.
Η πολιτική διαχείριση της μετανάστευσης μέσα από τη λογική των hot spots, ομοίως όπως στην περίπτωση της κρίσης, ενισχύει τις κυρίαρχες αντιλήψεις για τον Άλλον και υποσκάπτει περαιτέρω ανισότητες, δημιουργώντας ένα καθεστώτος ανασφάλειας και φόβου στην απειλή των «κινδύνων» που «φέρει» η μετακίνηση. Αντιστοίχως, επενδύει σε ένα κοινωνικό φαντασιακό που υπονοεί μία κατάσταση «εξαίρεσης» και «επείγουσας ανάγκης» που χρίζει άμεσης επίλυσης, και συνεπώς, νομιμοποιεί κυρίαρχες μορφές παρέμβασης και κυβερνητικές πρακτικές διαχείρισης. Μέσα από αυτόν τον φαύλο κύκλο, η λογική των hot spots ενισχύει τις κυρίαρχες αντιλήψεις και αναπαραστάσεις για τον Άλλον οι οποίες, με τη σειρά τους, επιβεβαιώνουν το καθεστώς του hot spot.
Πέρα από αναπαραστάσεις της μεταναστευτικής κρίσης και του καθεστώτος του hot spot, οι μετακινήσεις/μεταναστεύσεις πληθυσμών μας ενδιαφέρουν γιατί αποτελούν μία κατεξοχήν υπερβατική διαδικασία που αμφισβητεί την κυριαρχία των εθνικών επικρατειών και των πολιτικών του αποκλεισμού. Συγκεκριμένα, οι μετακινούμενοι πληθυσμοί συναντήθηκαν και έκτοτε συμβιώνουν με πρωτοβουλίες και δράσεις που βασίζονται στην αλληλεγγύη, δημιουργώντας ένα «πλήθος» (Hardt and Negri, 2004/2011). Οι μεταναστεύσεις μαζί με τις συναντήσεις αυτές δημιουργούν ένα μετακινούμενο πλέγμα αναδυόμενων κοινών δράσεων και αγώνων. Η δημιουργία τέτοιων κοινών παρέχει όλες τις προϋποθέσεις για (α) την αμφισβήτηση της κρίσης ως «επείγουσα κατάσταση» που απαιτεί «ανθρωπιστικές» και «διαχειριστικές» παρεμβάσεις, (β) την καλλιέργεια σχέσεων αλληλεγγύης πέρα από τα σύνορα και τον φόβο και, τέλος, (γ) τη δημιουργία ρωγμών στις περιφράξεις της επιτήρησης και του ελέγχου (Holloway, 2010). Εν κατακλείδι, τέτοιες δράσεις για τη δημιουργία κοινών έρχονται να απαντήσουν στην τεχνοκρατική «τραγωδία των παγκόσμιων κοινών» (Andersson, 2016: 12) καθώς, σε αντίθεση με αυτήν, όχι μόνο δεν συνιστούν «κρίση» αλλά έναν αγώνα ενάντια στην εξατομίκευση, τις πολιτικές της αναπαράστασης και των συνόρων.
Συνεπώς, η παρούσα έρευνα είναι μία απόπειρα χαρτογράφησης των πολλαπλών αναπαραστάσεων της «μεταναστευτικής κρίσης» —μέσω του καθεστώτος του hot spot, των παραστάσεων-πράξεων και των κοινών— που αφορούν τη Λέσβο και οι οποίες έχουν λάβει χώρα τόσο σε τοπικό και ελληνικό έδαφος όσο και σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο. Μία τέτοια χαρτογράφηση υποδηλώνει την μετωνυμική σχέση μεταξύ Λέσβου και Ελλάδας, καθιστώντας την Ελλάδα ως hot spot της Ευρώπης (Papataxiarchis, 2016, Cabot, 2016). Το νησί της Λέσβου συγκροτεί βασικό σημείο εισόδου των μεταναστευτικών και προσφυγικών πληθυσμών (Τρουμπέτα, 2012, Πετράκου και Ιωσηφίδης, 2012, Πετράκου κα., 2015) από τη δεκαετία του ‘90 μέχρι και σήμερα. Την ίδια στιγμή, αποτελεί κατεξοχήν παράδειγμα μέσω του οποίου αναδεικνύεται η κατασκευή και ο μετασχηματισμός του έθνους-κράτους, της Ε.Ε. και των ρευστών συνόρων τους, όπως επίσης, πάνω στο οποίο λαμβάνουν χώρα οι ευρωπαϊκές πολιτικές για τη μετανάστευση και το άσυλο.
Αντλώντας από την έννοια του «θεάματος του συνόρου» σημειώνουμε ότι από τις απαρχές της καλούμενης «μεταναστευτικής κρίσης» μέχρι και σήμερα διανέμεται η αναπαράσταση της Λέσβου ως ένα «νεκροτοπίο» (deathscape) (Bojadžijev and Mezzadra, 2015) στο οποίο η ακτογραμμή καλύπτεται από τόνους πλαστικών βαρκών, σωσιβίων, ρούχων και προσωπικών αντικειμένων. Τις ίδιες αυτές ακτές περιπολεί ο φορέας φύλαξης των ευρωπαϊκών συνόρων Frontex, η οποία παρέχει λειτουργική υποστήριξη στις λιμενικές αρχές από το 2006. Πιο καθοριστική έγινε η λειτουργία της το 2011 με την ευρωπαϊκή συμφωνία για την ενίσχυση του ελέγχου και της αποτροπής της παράτυπης μετανάστευσης στα ελληνοτουρκικά χερσαία και θαλάσσια σύνορα. Ακολούθησε και η παράταξη των δυνάμεων του ΝΑΤΟ στο Αιγαίο πέλαγος.
Όσον αφορά το hot spot, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο τεχνοκρατικός ορισμός του περιγράφει έναν χώρο διάταξης, ταξινόμησης και διοχέτευσης «μικτών» μεταναστευτικών και προσφυγικών πληθυσμών (ΕC, 2015) —δηλαδή, έναν διαχωρισμό μεταξύ εκείνων των ατόμων που φέρουν δικαίωμα στη διεθνή προστασία του ασύλου και αυτών στους οποίους οι αντίστοιχες συμβάσεις την αρνούνται— σε εικονικό επίπεδο, το hot spot της Λέσβου γίνεται ορατό μέσω ενός πρότερου και «γυμνού» διαχωρισμού (Agamben, Αθανασίου 2007; Αθανασίου & Τσιμούρης 2013) μεταξύ ζωής και θανάτου, επιβίωσης και αποβίωσης, δικαιώματος και επισφάλειας.
Ως ταυτόχρονα σύνορο και κεντρικής σημασίας κόμβο, θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε τη Λέσβο με το κοινωνικό και πολιτικό «κοντέινερ» της Ευρώπης, καθώς, όπως και τα άλλα hot spots στη Μεσόγειο, περιβάλλει και εγκλείει όχι μόνο μεταναστευτικούς και προσφυγικούς «πληθυσμούς» (οι οποίοι, για παράδειγμα, στο κέντρο κράτησης της Μόριας αναγκάζονται —στην «καλύτερη» περίπτωση— να διαμένουν σε κοντέινερ)· αλλά, υποδέχεται, περιβάλλει και διοχετεύει, μέσω της αναπαραστασιακής της διακίνησης, την «κρίση της Ευρώπης» εν γένει.
Την ίδια στιγμή, οι μετακινούμενοι πληθυσμοί διασταυρώνονται με πλήθος πρωτοβουλιών και δράσεων που βασίζονται στην αλληλεγγύη και την προσφορά (παροχή ειδών πρώτης ανάγκης και ρουχισμού, στέγαση σε σπίτια, συλλογικές κουζίνες στο δρόμο, δωρεές στο διαδίκτυο κτλ.). Έχοντας υπερβεί την ιδέα του κράτους και των θεσμών ως τους μόνους νομιμοποιημένους εμπλεκόμενους δρώντες, τέτοιες πρωτοβουλίες λαμβάνουν χώρα πολλαπλά κατά μήκος των ακτών του νησιού και στο εσωτερικό αυτού αλλά και στην υπόλοιπη Ελλάδα, την Ευρώπη και τον κόσμο. Ως προϋπόθεση αυτών των δράσεων αλλά και αποτέλεσμα, είναι η απεικόνιση και ορατότητα της Λέσβου ως κατεξοχήν σύνορο ή «πόρτα εισόδου της Ευρώπης» (gateway to Europe), αλλά και ως το κύριο μέτωπο μιας ραγδαίας ανθρωπιστικής κρίσης.
Ωστόσο, σε επίπεδο καθημερινότητας στο νησί υπάρχουν πολλές πτυχές που συνθέτουν τη διαβίωση της τοπικής κοινωνίας, πέραν από «το μεταναστευτικό». Πολλοί που έρχονται στη Λέσβο είτε σαν δημοσιογράφοι, αλληλέγγυοι και στελέχη μη κυβερνητικών οργανώσεων, την αντιμετωπίζουν ως «μη τόπο» ή αντίστροφα ως «ετεροτοπία» και ένας από τους λόγους είναι η κοινωνικά κατασκευασμένη εικόνα που έχουν για αυτήν (Petropoulou et al., 2016a, 2006b, Alexiou et al., 2016, Micheli et al., 2016, Papachristou et al. 2015). Αντίστοιχα, πολλοί κάτοικοι μαθαίνουν για αυτά που συμβαίνουν δίπλα τους μόνο από τα ΜΜΕ ή το διαδίκτυο, χωρίς να έχουν βρεθεί ποτέ σε αυτούς τους τόπους για τους οποίους συζητούν.
Έτσι δημιουργείται ένα πολύπλοκο δίκτυο σχέσεων και συναρθρώσεων μέσω της κοινωνικά κατασκευασμένης εικόνας που προβάλλεται κάθε φορά για τον Άλλο και το νησί. Το τελευταίο διάστημα, λόγω κρίσης, έχουν κλείσει πολλές θέσεις εργασίας σε παραγωγικούς τομείς στο νησί. Αντίθετα, όλο και περισσότεροι νέοι άνθρωποι βρίσκουν δουλειά μόνο σε προσωρινές θέσεις σε χώρους εγκλεισμού και ελέγχου. Ο συνδυασμός των δύο δυναμικών διεγείρει ερωτήματα για το πώς προσανατολίζεται μια ολόκληρη κοινωνία και πώς τελικά επηρεάζεται από την εικόνα που κατασκευάζεται για αυτήν (Petropoulou, forthcoming).
Όταν οι επάλληλοι αυτοί κύκλοι συναντιούνται και έρχονται σε επαφή μέσα από καθημερινές δράσεις, τότε δημιουργούνται αναπάντεχα γεγονότα και νέες εικόνες —εικονοκλαστικές— που αλλάζουν τις συνήθειες των μεν και των δε. Συνολικά θα λέγαμε ότι στη Λέσβο συμπυκνώνονται διάφορες πραγματικότητες και καθεστώτα που είτε συμβιώνουν ή/και συγκρούονται· το σίγουρο είναι ότι μπλέκονται μεταξύ τους: η γεωγραφική και γεωπολιτική θέση, οι μετακινήσεις πληθυσμών, ο έλεγχος και η διαχείριση, οι αναπαραστάσεις και οι πολιτικές για τη μετανάστευση και το άσυλο, οι δράσεις αλληλεγγύης, η δημιουργία κοινών τόπων, οι συλλογικές καθημερινές πρακτικές και πράξεις.
Ως εκ τούτου, για να προσεγγίσουμε την αναπαραστασιακά προνομοιούχα θέση της Λέσβου σε μία, εν τέλει, παγκόσμια κρίση κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών δομών καθώς και την πραγματικότητα της ως χώρο αλλά και προοπτική για τη δημιουργία των κοινών θα πλαισιώσουμε την προτεινόμενη έρευνα με έννοιες από τις μελέτες συνόρων (border studies) (Mezzandra & Neilson, 2013· De Genova & Tazzioli, 2016· Anderson, Sharma & Wright, 2012)· την κοινωνιολογίας της κρίσης και την οπτικοποίηση της επισφάλειας (Tsilimpounidi, 2016) αλλά και τη βιβλιογραφία για τη δημιουργία κοινών (commoning) (Linebaugh, 2008· De Angelis, 2003, 2013· Κιουπκιολής, 2014· Kολέμπας, 2016· Λιερός, 2016· Stavrides, 2011, 2015).
Μεθοδολογία
Αντλώντας από τους Deleuze και Guattari, η χαρτογράφηση αποτελεί μια διαδικασία συνεχώς σε εξέλιξη και, ως εκ τούτου, έναν τρόπο σκέψης και δράσης που αντί να αναπαριστά ήδη υπάρχοντα εδάφη δημιουργεί νέα. Οι απόψεις αυτές έχουν διαμορφώσει ένα σύνολο κριτικών, φεμινιστικών, εντοπισμένων και ριζοσπαστικών θεωρητικών προσεγγίσεων για τη μεθοδολογία της έρευνας (Casas-Cortés and Cobarrubias, 2007· Casas-Cortés et al., 2006· Cobarrubias, 2009· Holmes, 2007) καθώς και την πρακτική και δράση αυτόνομων συλλογικοτήτων και κολεκτίβων (Bureau des Etudes, Hackitectura, Iconoclasistas κτλ.). Σημαντική θέση επίσης καταλαμβάνει η μεθοδολογία της χαρτογράφησης ως «αγωνιστική έρευνα» (‘militant research’) (Casas-Cortés and Cobarrubias, 2007· Collective C.C. et al., 2012) που διαμορφώνει την Ακαδημία ως τόπο αγώνων και κοινωνικών σχέσεων.
Ως αποκύημα των προηγούμενων, στο παρόν εγχείρημα προτείνουμε τη διαδικασία της χαρτογράφησης ως μία μέθοδoς που ενεργοποιεί μία διαφορετική μορφή παραγωγής γνώσης με διάθεση πειραματισμού και δημιουργικότητας. Την αντιλαμβανόμαστε και χρησιμοποιούμε ως εργαλείο που παρέχει τον αναγκαίο χώρο για την διεκδίκηση και το μετασχηματισμό της πραγματικότητας και τη δυνατότητα να ενεργοποιεί κοινωνικές σχέσεις —όχι σε ένα αφηρημένο πλαίσιο επιστημόνων και ερευνητών— αλλά μέσα από την έμπρακτη υλοποίηση συνεργασιών και κοινών δράσεων.
Σε έναν κόσμο όπου οι εδαφικές επικράτειες ήδη και από πάντα παραβιάζονται και δέχονται εισβολές και όπου τα σύνορα αποτελούν χώρους ριζοσπαστικής σύμπτωσης και συμπύκνωσης, δημιουργείται η επιτακτική ανάγκη όχι μόνο για χαρτογράφηση αλλά και για αναχαρτογράφηση. Με αυτή την έννοια, αναχαρτογραφώ σημαίνει συμμετέχω σε μία τεταμένη διαδικασία διαπραγμάτευσης πρώτα της έννοιας του χώρου, καθώς το τοπικό και το παγκόσμιο συνδυάζονται και αλληλοεπικαλύπτονται με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Επιπρόσθετα, η αναχαρτογράφηση αποδομεί τα στερεότυπα που καθορίζουν τα ηγεμονικά πρότυπα του ανήκειν και τις αποστάσεις μεταξύ του εαυτού και του Άλλου. Η αναχαρτογράφηση ως εγχείρημα προσπερνάει τις κλειστές παραδόσεις και τον παγωμένο χρόνο των εθνικών ταυτοτήτων· αντ’ αυτού εμπλέκεται με τις ιδέες ενός ανοικτού παρόντος, προωθεί τη διαφορετικότητα, υποδεικνύει ότι η λήψη αποφάσεων θα πρέπει να είναι συμμετοχική, και αναγνωρίζει ότι η λογική και η απεικόνισή της δεν υποκλίνεται σε καμία απόλυτη αλήθεια. Στην ουσία, η αναχαρτογράφηση δημιουργεί την υπόσχεση ενός νέου τόπου, ενός κόσμου όπου χωρούν και ταιριάζουν πολλοί διαφορετικοί κόσμοι. Είναι μια δυναμική έννοια που ορίζεται από το σθένος για την αλλαγή, γεγονός που την καθιστά κατάλληλο ερευνητικό εργαλείο στην εποχή των αλληλοεπικαλυπτόμενων κρίσεων.
Αν θεωρήσουμε τους χάρτες αναπαραστάσεις γνωστών τόπων και εδαφών, οι οποίες πάντα συνοδεύονται από συγκεκριμένα αφηγήματα —δύναμη, εξουσία, πολιτική και χωρική επικράτεια— τότε θα μπορούσαμε να προτείνουμε επίσης και τον επαναπροσδιορισμό των χαρτών αυτών ως μια διαδικασία αναχαρτογράφησης του τόπου αλλά και παροχής νέων συμβόλων και αναπαραστάσεων που θα αποτυπώνουν τις καινούριες απεικονίσεις. Μέσα από αυτή την εννοιολογική διαδικασία διάβρωσης των συνόρων και τη δημιουργία νέων διαλογικών εδαφών, θα πρέπει να είμαστε σε θέση μεθοδολογικά να συμπεριλάβουμε στις χαρτογραφήσεις μας όσους παρέμειναν αόρατοι και περιθωριοποιημένοι, επειδή δεν μπορούσαν να χωρέσουν στο γνωστικό, ηθικό ή αισθητικό χάρτη του κυρίαρχου κόσμου. Αυτή η προσέγγιση συνάδει και εμπνέεται από την κριτική που άσκησε ο Ulrich Beck στον μεθοδολογικό εθνικισμό (Beck, 2006; Weimer & Glick Schiller, 2002). Σύμφωνα με τον Beck, ο μεθοδολογικός εθνικισμός ενισχύει την ιδέα ότι το έθνος κράτος είναι το μοναδικό και πιο αξιόπιστο κοντέινερ μέσα στο οποίο μπορούμε με ασφάλεια να εξάγουμε συμπεράσματα για τις εθνικές κοινωνίες. Επιπλέον, σύμφωνα με τη λογική του μεθοδολογικού εθνικισμού ολόκληροι πληθυσμοί αντιμετωπίζονται ως «παράνομοι», «επικίνδυνοι» και «χωρίς δικαιώματα» (Rajaram, 2015).
Με άλλα λόγια, η μέθοδος της αναχαρτογράφησης διευρύνει τους ορίζοντες στις αντιλήψεις για το περιεχόμενο, τη λειτουργία, τις δράσεις και τις επιδιώξεις των χώρων της επαφής και της σύμπραξης. Ως εκ τούτου, υπερβαίνει πρότερες κλειστές κατηγοριοποιήσεις, ταυτότητες, πολιτικές και ιδεολογικές αφετηρίες και διαρρηγνύει κάθε έννοια και πρακτική που τείνει να συσσωρεύσει εξουσία και να δημιουργεί σύνορα και περιφράξεις. Με αυτό τον τρόπο, μετατοπίζει την έμφαση από το παραδοσιακό μοντέλο της δράσης και αντίδρασης αναδεικνύοντας νέους τρόπους πιθανής συνάρθρωσης της καθημερινής ζωής. Δηλαδή, είναι μία δυναμική μέθοδος που περιλαμβάνει τους «νεοφερμένους» αλλά και τους εκάστοτε Άλλους χωρίς όμως να βασίζεται σε αφομοιώσεις, ενσωματώσεις και ομοιογενοποιήσεις.
Εν κατακλείδι, η προτεινόμενη αναχαρτογράφηση δεν στοχεύει απλά να συλλέξει και να ταξινομήσει τις ποικίλες αναπαραστάσεις της Λέσβου αλλά να αναδείξει τις σημειολογικές σχέσεις μεταξύ σημαίνοντος και σημαινόμενου, ιδιαίτερα όταν το σημαινόμενο παίρνει διαστάσεις καθολικής αναπαραγωγής ηγεμονικών ιδεολογιών. Μεθοδολογικά, στοχεύει στην κατασκευή ενός κοινωνικού Άτλαντα στον οποίο το τοπικό, το εθνικό και το παγκόσμιο συναρθρώνονται μέσα από την ανάδειξη και κριτική αντιπαράθεση των πολλαπλών απεικονίσεων της Λέσβου. Υπό αυτό το πρίσμα, ο Άτλας αποτελεί μια νέα μορφή τοπογραφίας που συνιστά μία διαδικασία σύλληψης και γραφής τόσο της τοπικής όσο και της μετακινούμενης ιστορίας. Με άλλα λόγια, πραγματεύεται τη λεπτομερή εξερεύνηση ενός συγκεκριμένου τόπου μέσα από τη δυναμική διαδικασία του γίγνεσθαι στο χώρο και τον χρόνο. Κατά συνέπεια, η τοπογραφία δεν αφορά μόνο τις απεικονίσεις των τοπίων αλλά αντλεί υλικό από τις αφηγήσεις και τις ανείπωτες ιστορίες, τις συλλογικές μνήμες και τα καθημερινά βιώματα των τοπικών πληθυσμών όπως αυτά συναντούν τα αντίστοιχα των μεταναστευτικών και προσφυγικών και όπως -συχνά- από κοινού δημιουργούν ορατές και αόρατες δράσεις και διεκδικήσεις.
Ο Άτλας, ο οποίος θα υπάρχει σαν βάση δεδομένων και διαδικτυακή πλατφόρμα, θα αποτελείται από τη συνάρθρωση των απεικονίσεων της Λέσβου. Τόσο ο ίδιος όσο και ο διαδικτυακός χώρος που θα καταλαμβάνει προσφέρουν τη δυνατότητα για τον επαναπροσδιορισμό του χώρου και χρόνου της μελέτης. Ως εκ τούτου, ο χώρος και ο χρόνος γίνονται αντιληπτοί ως μία συνάρθρωση συνεχώς μετακινούμενων και ενδεχόμενων καταστάσεων και πρακτικών (Deleuze and Guattari, 1987).
Η παρούσα έρευνα συγκροτεί μία κριτική μελέτη στους τρόπους με τους οποίους η κρίση επαναδιαπραγματεύεται την τεταμένη σχέση μεταξύ του ρόλου των κοινωνικών επιστημών και της συμμετοχής τους στο δημόσιο διάλογο. Η επιστημολογική της καινοτομία έγκειται στην ενασχόληση της με το πώς οι κοινωνικές επιστήμες διαμορφώνονται και μεθοδολογικά μετασχηματίζονται από την καθημερινή εμπειρία του τι σημαίνει να ζεις και να διεξάγεις έρευνα σε περιόδους κρίσης. Προβάλει έτσι μια διεπιστημονική προσέγγιση η οποία υπερασπίζεται μια νέα, κριτική αντιμετώπιση των ταχέως μεταβαλλόμενων κοινωνικών διεργασιών. Τέλος, η έρευνα αυτή παρέχει τα μεθοδολογικά εργαλεία ώστε να επαναπροσδιοριστεί η υπάρχουσα κατάσταση «έκτακτης ανάγκης» (επισφάλεια, παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, περιθωριοποίηση, βιοπολιτική, έλεγχος κτλ.) σε κατάσταση «ανάδυσης» (δημιουργικότητα, νέες πολιτικές υποκειμενικότητες και κοινότητες, συλλογικά οράματα, κοινές διεκδικήσεις κτλ.).