Μια φορά κι έναν καιρό στο νησί της Λέσβου, ένα πλάσμα σύρθηκε μέσα από μια θερμή πηγή, που έμοιαζε σχεδόν ανθρώπινο, μόνο που ήταν εξαιρετικά δυνατό, πολύ γρήγορο και απίστευτα έξυπνο. Και είχε πορτοκαλί μάτια και πολύ μακριά μαλλιά.
Αυτό το πλάσμα άρχισε αμέσως να παλεύει με τον βασιλιά της Λέσβου. Δεν ήξερε ποιος ήταν ή από πού ήταν, όμως αποφάσισε να ονομαστεί Ashliyori. Ο Ashliyori ήξερε μόνο ότι υπήρχαν τρομερά βάσανα ολόγυρα και οι βασιλιάδες και οι πολεμιστές σκότωναν και υποδούλωναν όλους που ήταν τριγύρω.
Ο Ashliyori σκότωσε τον βασιλιά της Λέσβου, επομένως οι βασιλιάδες της Ευρώπης συγκεντρώθηκαν και κάλεσαν τους ισχυρότερους και πιο ταλαντούχους μάγους για να παλέψουν με το πλάσμα. Το πλάσμα σχεδόν επικράτησε, όμως στη συνέχεια περικυκλώθηκε από τους μάγους και μεταμορφώθηκε σε ένα μικρό μπλοκ από πέτρα. Ένας φράχτης τοποθετήθηκε για να εμποδίζει τον ήλιο, τη βροχή και τον αέρα από το να απελευθερώσουν το πλάσμα που ήταν παγιδευμένο μέσα στην πέτρα, το οποίο παρακολουθούσε όλα όσα είχαν συμβεί τα τελευταία 2000 χρόνια. Είχε ένα σχέδιο να σκοτώσει όλους τους βασιλιάδες όμως, παρόλο που όλοι ξέχασαν ότι υπήρχε το πλάσμα, ο φράχτης παρέμεινε εκεί.
Καλούσε όποιον περνούσε: «Γκρεμίστε τον φράχτη, απελευθέρωστέ με!». Όμως οι άνθρωποι δεν ήταν πολύ διατεθειμένοι να γκρεμίζουν φράχτες ή να ακούν παράξενες φωνές στο κεφάλι τους, έτσι πάντα έφευγαν βιαστικά.
Ώσπου μια μέρα, μια γυναίκα γεμάτη οργή και απόγνωση πέρασε από εκεί…